- ἀντίκλεις
- ἀντίκλεις, ειδος, ἡ,A false key, Poll.10.22, Palch. in Cat.Cod.Astr. 1.97.13:—also [suff] ἀντικῑν-κλειθρον, τό, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντίκλεις — ἀ̱ντίκλεις , ἀντικλάω bend back imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντικλάω bend back imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικλείδι — το (Α ἀντίκλεις, είδος, η) πανομοιότυπο κλειδιού για δόλια χρήση νεοελλ. 1. κλειδί με το οποίο ανοίγονται παρεμφερείς κλειδαριές 2. πλάγιο, δόλιο μέσο για να πετύχει κανείς κάτι … Dictionary of Greek